Προηγούμενο στα ουκρανικά
Μετάφραση: προηγούμενο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передування, прецедент, прецеденту
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προηγούμενο
δικαστικό προηγούμενο, προηγούμενο στα αγγλικα, προηγούμενο μικτό υπόλοιπο, νομικό προηγούμενο, νομολογιακό προηγούμενο, προηγούμενο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προηγούμενο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προηγούμαι στα ουκρανικά - обережності, передувати, передуватиме, передуватимуть
- προηγούμενα στα ουκρανικά - попередній, попередня, назад, Попереднє, попереднього
- προηγούμενος στα ουκρανικά - попередній, анонс, Попереднє, попереднього
- προθάλαμος στα ουκρανικά - лобі, приймальня, прийомна, мушка, вестибюль, вестибуль, вестибюля, ...
Τυχαίες λέξεις
Προηγούμενο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: передування, прецедент, прецеденту
Μεταφράσεις: передування, прецедент, прецеденту