Προηγούμενο στα ολλανδικά

Μετάφραση: προηγούμενο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorafgaand, precedent, opschortende, precedentwerking, precedenten, precedent scheppen
Προηγούμενο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προηγούμενο

δικαστικό προηγούμενο, προηγούμενο στα αγγλικα, προηγούμενο μικτό υπόλοιπο, νομικό προηγούμενο, νομολογιακό προηγούμενο, προηγούμενο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προηγούμενο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προηγούμαι στα ολλανδικά - voorzijn, voorafgaan, voorgaan, voorafgaan aan, voorafgegaan, voorafgaat
  • προηγούμενα στα ολλανδικά - indertijd, vooraan, vroeger, voorheen, eerder, weleer, daarvoor, ...
  • προηγούμενος στα ολλανδικά - voorgaand, vorig, voorafgaand, voorvader, verleden, voorbarig, vroeger, ...
  • προθάλαμος στα ολλανδικά - wachtkamer, hal, vestibule, voorportaal, voortent, voorhuis
Τυχαίες λέξεις
Προηγούμενο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voorafgaand, precedent, opschortende, precedentwerking, precedenten, precedent scheppen