Προηγούμενο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προηγούμενο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
precedente, precedentes, suspensiva, antecedente
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προηγούμενο
δικαστικό προηγούμενο, προηγούμενο στα αγγλικα, προηγούμενο μικτό υπόλοιπο, νομικό προηγούμενο, νομολογιακό προηγούμενο, προηγούμενο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προηγούμενο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προηγούμαι στα πορτογαλικά - preceda, predispor, preceder, anteceder, precedem, precede, preceder a
- προηγούμενα στα πορτογαλικά - antes, diante, precedente, previamente, anteriormente, anterior, prévio, ...
- προηγούμενος στα πορτογαλικά - antecedente, precaver, evitar, prevenir, precedente, anterior, prévio, ...
- προθάλαμος στα πορτογαλικά - vestíbulo, vestibule, do vestíbulo, vestíbulos, vestibulo
Τυχαίες λέξεις
Προηγούμενο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: precedente, precedentes, suspensiva, antecedente
Μεταφράσεις: precedente, precedentes, suspensiva, antecedente