Προηγούμενο στα τούρκικα
Μετάφραση: προηγούμενο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
örnek, emsal, bir emsal, emsali, emsal teşkil
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προηγούμενο
δικαστικό προηγούμενο, προηγούμενο στα αγγλικα, προηγούμενο μικτό υπόλοιπο, νομικό προηγούμενο, νομολογιακό προηγούμενο, προηγούμενο λεξικό γλώσσας τούρκικα, προηγούμενο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- προηγούμαι στα τούρκικα - önce, önüne, öncesinde, öncülük, başlanmasından önce
- προηγούμενα στα τούρκικα - önceki, bir önceki, daha önceki, geçen
- προηγούμενος στα τούρκικα - ata, cet, önceki, bir önceki, daha önceki, geçen
- προθάλαμος στα τούρκικα - antre, vestibül, giriş holü, holü, vestibule
Τυχαίες λέξεις
Προηγούμενο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: örnek, emsal, bir emsal, emsali, emsal teşkil
Μεταφράσεις: örnek, emsal, bir emsal, emsali, emsal teşkil