Σκιερός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σκιερός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
докачлив, обидчив, сенчест
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκιερός
σκιερόσ κήποσ, σκιερός συνώνυμο, σκιερός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκιερός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σκιαγράφηση στα βουλγαρικά - очертание, очертаване, разграничаване, определяне на граници, очертанията, очертания
- σκιαγραφώ στα βουλγαρικά - очертание, контури, контур, очертават, очертае
- σκιώδης στα βουλγαρικά - сенчест, сенчестата, сенчеста, сенчестия, призрачна
- σκλάβος στα βουλγαρικά - раб, роб, роби, робиня, слуга, робски
Τυχαίες λέξεις
Σκιερός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: докачлив, обидчив, сенчест
Μεταφράσεις: докачлив, обидчив, сенчест