Σκιερός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σκιερός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
com sombra, umbrageous, umbroso, sombrio, desconfiado
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκιερός
σκιερόσ κήποσ, σκιερός συνώνυμο, σκιερός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκιερός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σκιαγράφηση στα πορτογαλικά - traçar, descrever, desenhar, excursão, esboço, traçado, delineamento, ...
- σκιαγραφώ στα πορτογαλικά - traçar, desenhar, descrever, delimitar, divisar, delinear, esboço, ...
- σκιώδης στα πορτογαλικά - sombrio, sombria, sombra, obscuro, sombras
- σκλάβος στα πορτογαλικά - chacinar, cativo, escravo, escravos, escrava, de escravos, slave
Τυχαίες λέξεις
Σκιερός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: com sombra, umbrageous, umbroso, sombrio, desconfiado
Μεταφράσεις: com sombra, umbrageous, umbroso, sombrio, desconfiado