Σκιερός στα ολλανδικά

Μετάφραση: σκιερός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdachte, verdacht, lichtgeraakt, umbrageous
Σκιερός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκιερός

σκιερόσ κήποσ, σκιερός συνώνυμο, σκιερός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκιερός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκιαγράφηση στα ολλανδικά - uittekenen, aftekenen, aanleg, samenvatting, ontwerp, schets, schetsen, ...
  • σκιαγραφώ στα ολλανδικά - aftekenen, uittekenen, trekken, schets, omtrek, omlijning, overzicht, ...
  • σκιώδης στα ολλανδικά - schaduwrijk, schimmige, schaduwrijke, duistere, schaduwachtige
  • σκλάβος στα ολλανδικά - slaaf, slavin, slave, slaven
Τυχαίες λέξεις
Σκιερός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verdachte, verdacht, lichtgeraakt, umbrageous