Σταθμίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пестим, претеглена, претеглената, претегления, претеглен, среднопретеглена
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθμίζω
σταθμίζω συνωνυμο, σταθμίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σταθμίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σταθερός στα βουλγαρικά - стабилен, стабилна, стабилно, стабилни, устойчива
- σταθερότητα στα βουλγαρικά - устойчивост, стабилност, стабилността, на стабилността
- σταθμός στα βουλγαρικά - станция, гара, спирка, станцията
- σταλάζω στα βουλγαρικά - струйка, капене, тънка струйка, чезна, малък брой, малко количество
Τυχαίες λέξεις
Σταθμίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пестим, претеглена, претеглената, претегления, претеглен, среднопретеглена
Μεταφράσεις: пестим, претеглена, претеглената, претегления, претеглен, среднопретеглена