Σταθμίζω στα δανικά

Μετάφραση: σταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vægtet, vægtede, vejede, vejet, et vejet
Σταθμίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σταθμίζω

σταθμίζω συνωνυμο, σταθμίζω λεξικό γλώσσας δανικά, σταθμίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σταθερός στα δανικά - fast, firma, stabil, stabilt, stabile, en stabil
  • σταθερότητα στα δανικά - stabilitet, stabiliteten, stabile, stabilitetsprogram
  • σταθμός στα δανικά - post, station, stationen, banegården
  • σταλάζω στα δανικά - dryppe, sive, lille strøm, dråbevis, strøm, vedligeholdelsesladning
Τυχαίες λέξεις
Σταθμίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vægtet, vægtede, vejede, vejet, et vejet