Σταθμίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: σταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
peinzen, gewogen, de gewogen, het gewogen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθμίζω
σταθμίζω συνωνυμο, σταθμίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σταθμίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σταθερός στα ολλανδικά - stevig, ferm, gevestigd, hecht, vast, fors, stabiel, ...
- σταθερότητα στα ολλανδικά - stabiliteit, de stabiliteit, stabiliteit van, stabiliteit te, stabiliteitsprogramma
- σταθμός στα ολλανδικά - baan, stationeren, ambt, station, halte, werkkring, wachtpost, ...
- σταλάζω στα ολλανδικά - druppelen, druppel, droppelen, drop, lik, droppel, druipen, ...
Τυχαίες λέξεις
Σταθμίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: peinzen, gewogen, de gewogen, het gewogen
Μεταφράσεις: peinzen, gewogen, de gewogen, het gewogen