Σταθμίζω στα εσθονικά
Μετάφραση: σταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaaluma, mõtisklema, loodima, juurdlema, kaalutud
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθμίζω
σταθμίζω συνωνυμο, σταθμίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, σταθμίζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σταθερός στα εσθονικά - firma, stabiilne, terviklik, kindel, püsiv, tall, stabiilse, ...
- σταθερότητα στα εσθονικά - stabiilsus, usaldusväärsus, stabiilsuse, stabiilsust, stabiilsuskontroll, stabiilsusele
- σταθμός στα εσθονικά - jaam, Station, jaama, jaamas, peatus
- σταλάζω στα εσθονικά - tilgutama, tilkuma, tilkumine, nirisema, nire, käputäis, trickle, ...
Τυχαίες λέξεις
Σταθμίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kaaluma, mõtisklema, loodima, juurdlema, kaalutud
Μεταφράσεις: kaaluma, mõtisklema, loodima, juurdlema, kaalutud