Σταθμίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: σταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svertinis, svertinė, svertinį, svertinio, svorinis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθμίζω
σταθμίζω συνωνυμο, σταθμίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σταθμίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σταθερός στα λιθουανικά - kompanija, firma, ryžtingas, tvirtas, arklidė, stabilus, stabili, ...
- σταθερότητα στα λιθουανικά - stabilumas, stabilumo, stabilumą, stabilumui, pastovumas
- σταθμός στα λιθουανικά - punktas, stotis, postas, stoties, station, stotelė, stotį
- σταλάζω στα λιθουανικά - lašėti, srovelė, sroventi, almėti, lašėjimas, mažas kiekis
Τυχαίες λέξεις
Σταθμίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: svertinis, svertinė, svertinį, svertinio, svorinis
Μεταφράσεις: svertinis, svertinė, svertinį, svertinio, svorinis