Σταθμίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: σταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзважаны, узважаны, абдуманы
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθμίζω
σταθμίζω συνωνυμο, σταθμίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σταθμίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σταθερός στα λευκορωσικά - моцны, стабільны
- σταθερότητα στα λευκορωσικά - стабільнасць, стабільнасьць
- σταθμός στα λευκορωσικά - вакзал, пошта, плошта, станцыя
- σταλάζω στα λευκορωσικά - струменьчык, струмень, цурок, струйка, клубочак
Τυχαίες λέξεις
Σταθμίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўзважаны, узважаны, абдуманы
Μεταφράσεις: ўзважаны, узважаны, абдуманы