Σταθμίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reflectir, lago, ponderar, lagoa, pesado, ponderada, ponderado, ponderadas, ponderado de
Σταθμίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σταθμίζω

σταθμίζω συνωνυμο, σταθμίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σταθμίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σταθερός στα πορτογαλικά - firmar, estável, estabilizar, firme, forte, firma, permanente, ...
  • σταθερότητα στα πορτογαλικά - estabilidade, a estabilidade, estabilidade de, de estabilidade, da estabilidade
  • σταθμός στα πορτογαλικά - posto, estação, indicação, emprego, lugar, correio, ofício, ...
  • σταλάζω στα πορτογαλικά - brindar, pingar, gota, gotejamento, pingo, gotejar, trickle
Τυχαίες λέξεις
Σταθμίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reflectir, lago, ponderar, lagoa, pesado, ponderada, ponderado, ponderadas, ponderado de