Σταθμίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: σταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağırlıklı, ağırlıklandırılmış, ağırlıklıortalama, ağırlık
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθμίζω
σταθμίζω συνωνυμο, σταθμίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, σταθμίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σταθερός στα τούρκικα - berk, ahır, sıkı, sağlam, sert, sevgilim, sevgili, ...
- σταθερότητα στα τούρκικα - istikrar, stabilite, kararlılık, stabilitesi, kararlılığı
- σταθμός στα τούρκικα - istasyon, memuriyet, istasyonu, Station, istasyonuna
- σταλάζω στα τούρκικα - damlamak, damlama, bir damlama, damla damla akan şey, yuvarlanmak, akıtmak
Τυχαίες λέξεις
Σταθμίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ağırlıklı, ağırlıklandırılmış, ağırlıklıortalama, ağırlık
Μεταφράσεις: ağırlıklı, ağırlıklandırılmış, ağırlıklıortalama, ağırlık