Σταθμίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: σταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
водоймище, ставок, став, басейн, оперення, зважений, виважений, зважена, виважена, зважене
Σταθμίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σταθμίζω

σταθμίζω συνωνυμο, σταθμίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σταθμίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σταθερός στα ουκρανικά - стійкий, постійний, непохитний, стайня, сталий, тривкий, рівний, ...
  • σταθερότητα στα ουκρανικά - несхитність, релевантний, істотний, доречний, відповідний, стійкість, тривкість, ...
  • σταθμός στα ουκρανικά - вокзал, дільниця, відділок, пост, стоянка, станція
  • σταλάζω στα ουκρανικά - крапля, крапати, краплин, крапання, капати, капіж, цівка, ...
Τυχαίες λέξεις
Σταθμίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: водоймище, ставок, став, басейн, оперення, зважений, виважений, зважена, виважена, зважене