Σταθμός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: σταθμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
станция, гара, спирка, станцията
Σταθμός στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σταθμός

σταθμός λιοσίων, σταθμός εμπορευματοκιβωτίων πειραιά (σεπ α.ε.), σταθμός λιοσίων χάρτης, σταθμός πελοποννήσου, σταθμός της εκκλησίας της ελλάδος, σταθμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σταθμός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • σταθερότητα στα βουλγαρικά - устойчивост, стабилност, стабилността, на стабилността
  • σταθμίζω στα βουλγαρικά - пестим, претеглена, претеглената, претегления, претеглен, среднопретеглена
  • σταλάζω στα βουλγαρικά - струйка, капене, тънка струйка, чезна, малък брой, малко количество
  • σταματώ στα βουλγαρικά - пауза, спирам, чек, съдържание/състав, проверка, спиране, стоп, ...
Τυχαίες λέξεις
Σταθμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: станция, гара, спирка, станцията