Σταθμός στα ισλανδικά
Μετάφραση: σταθμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stöð, stöðin, Station, stöðvarinnar, stöðina
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθμός
σταθμός λιοσίων, σταθμός εμπορευματοκιβωτίων πειραιά (σεπ α.ε.), σταθμός λιοσίων χάρτης, σταθμός πελοποννήσου, σταθμός της εκκλησίας της ελλάδος, σταθμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σταθμός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σταθερότητα στα ισλανδικά - stöðugleika, stöðugleiki, stöðugt, þol, stöðugleika við
- σταθμίζω στα ισλανδικά - vegið, vegin, vegnu, Veginn, vegins
- σταλάζω στα ισλανδικά - drjúpa, trickle
- σταματώ στα ισλανδικά - hætta, stöðva, hætta að, að stöðva, að hætta
Τυχαίες λέξεις
Σταθμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stöð, stöðin, Station, stöðvarinnar, stöðina
Μεταφράσεις: stöð, stöðin, Station, stöðvarinnar, stöðina