Σταθμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σταθμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
posto, estação, indicação, emprego, lugar, correio, ofício, estações, cargo, estação de, da estação, station
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθμός
σταθμός λιοσίων, σταθμός εμπορευματοκιβωτίων πειραιά (σεπ α.ε.), σταθμός λιοσίων χάρτης, σταθμός πελοποννήσου, σταθμός της εκκλησίας της ελλάδος, σταθμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σταθμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σταθερότητα στα πορτογαλικά - estabilidade, a estabilidade, estabilidade de, de estabilidade, da estabilidade
- σταθμίζω στα πορτογαλικά - reflectir, lago, ponderar, lagoa, pesado, ponderada, ponderado, ...
- σταλάζω στα πορτογαλικά - brindar, pingar, gota, gotejamento, pingo, gotejar, trickle
- σταματώ στα πορτογαλικά - parar, pausar, padrão, suspensão, revisar, fiscalizar, inspeccionar, ...
Τυχαίες λέξεις
Σταθμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: posto, estação, indicação, emprego, lugar, correio, ofício, estações, cargo, estação de, da estação, station
Μεταφράσεις: posto, estação, indicação, emprego, lugar, correio, ofício, estações, cargo, estação de, da estação, station