Συσχετίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συσχετίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корелира, корелират, съпоставят, корелация, се съпоставят
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσχετίζω
συσχετίζω συνώνυμο, συσχετίζω αγγλικα, συσχετίζω συνώνυμα, συσχετίζω στα αγγλικά, συσχετίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συσχετίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συσφίγγω στα βουλγαρικά - свивам, притискам, свиват, се свиват, стесняват
- συσχέτιση στα βουλγαρικά - корелация, съответствието, на съответствието, съотношение, съответствията
- συχνά στα βουλγαρικά - често, често се, често е
- συχνάζω στα βουλγαρικά - чест, често, чести, честа, честото
Τυχαίες λέξεις
Συσχετίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: корелира, корелират, съпоставят, корелация, се съпоставят
Μεταφράσεις: корелира, корелират, съпоставят, корелация, се съпоставят