Συσχετίζω στα σουηδικά
Μετάφραση: συσχετίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korrelera, korrelerar, korrelerade, korre, korrelation
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσχετίζω
συσχετίζω συνώνυμο, συσχετίζω αγγλικα, συσχετίζω συνώνυμα, συσχετίζω στα αγγλικά, συσχετίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, συσχετίζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- συσφίγγω στα σουηδικά - sammandra, tygla, ihop sig, drar ihop, constrict
- συσχέτιση στα σουηδικά - korrelation, samband, jämförelse, korrelations, korrelationen
- συχνά στα σουηδικά - ofta, oftast, ofta är
- συχνάζω στα σουηδικά - frekvent, frekventa, ofta, täta, vanligare
Τυχαίες λέξεις
Συσχετίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: korrelera, korrelerar, korrelerade, korre, korrelation
Μεταφράσεις: korrelera, korrelerar, korrelerade, korre, korrelation