Συσχετίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: συσχετίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
корелат, корелираат, корелација, корелира, во корелација
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσχετίζω
συσχετίζω συνώνυμο, συσχετίζω αγγλικα, συσχετίζω συνώνυμα, συσχετίζω στα αγγλικά, συσχετίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συσχετίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- συσφίγγω στα σλαβομακεδονικά - стегаат, стеснуваат, стегнат, се стегаат, притискам
- συσχέτιση στα σλαβομακεδονικά - корелација, корелацијата, поврзаност, соодносот, сооднос
- συχνά στα σλαβομακεδονικά - често, често се, често пати, честопати, најчесто
- συχνάζω στα σλαβομακεδονικά - честите, чести, честа, често, чест
Τυχαίες λέξεις
Συσχετίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: корелат, корелираат, корелација, корелира, во корелација
Μεταφράσεις: корелат, корелираат, корелација, корелира, во корелација