Συσχετίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: συσχετίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoldaş, ilişki, korelasyon, ilişkili, korele, ilişkilendirmek
Συσχετίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συσχετίζω

συσχετίζω συνώνυμο, συσχετίζω αγγλικα, συσχετίζω συνώνυμα, συσχετίζω στα αγγλικά, συσχετίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, συσχετίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συσφίγγω στα τούρκικα - kıskaç, daraltmak, sıkmak, büzülür, sıkıştırmak, daraltıyor
  • συσχέτιση στα τούρκικα - ilişki, korelasyon, bağıntı, bir korelasyon, bir ilişki
  • συχνά στα τούρκικα - sık sık, genellikle, sık, sıklıkla, çoğunlukla
  • συχνάζω στα τούρκικα - sık, sık sık, sık görülen, sıklıkla, sıkça
Τυχαίες λέξεις
Συσχετίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yoldaş, ilişki, korelasyon, ilişkili, korele, ilişkilendirmek