Συσχετίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: συσχετίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bendradarbis, dalininkas, santykiauti, koreliuoja, susieti, jie koreliuoja, siejasi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσχετίζω
συσχετίζω συνώνυμο, συσχετίζω αγγλικα, συσχετίζω συνώνυμα, συσχετίζω στα αγγλικά, συσχετίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συσχετίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συσφίγγω στα λιθουανικά - susiaurinti, suspausti, suveržti, suvaržyti, constrict
- συσχέτιση στα λιθουανικά - koreliacija, koreliacijos, ryšys, koreliacinės, ryšio
- συχνά στα λιθουανικά - dažnai, dažnai yra, dažniausiai, dažniau, neretai
- συχνάζω στα λιθουανικά - lankyti, dažnas, dažnai, dažniau, dažna, dažni
Τυχαίες λέξεις
Συσχετίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: bendradarbis, dalininkas, santykiauti, koreliuoja, susieti, jie koreliuoja, siejasi
Μεταφράσεις: bendradarbis, dalininkas, santykiauti, koreliuoja, susieti, jie koreliuoja, siejasi