Συσχετίζω στα δανικά

Μετάφραση: συσχετίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
korrelerer, korrelere, korrelerede, at korrelere, overens
Συσχετίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συσχετίζω

συσχετίζω συνώνυμο, συσχετίζω αγγλικα, συσχετίζω συνώνυμα, συσχετίζω στα αγγλικά, συσχετίζω λεξικό γλώσσας δανικά, συσχετίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συσφίγγω στα δανικά - snøre, snøre sammen, at snøre, sig sammen, indsnævre
  • συσχέτιση στα δανικά - korrelation, sammenhæng, sammenhængen, sammenligningstabellen, sammenligningstabel
  • συχνά στα δανικά - hyppigt, ofte, tit, ofte er, der ofte
  • συχνάζω στα δανικά - hyppig, hyppige, ofte, hyppigt, hyppigere
Τυχαίες λέξεις
Συσχετίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: korrelerer, korrelere, korrelerede, at korrelere, overens