Σχετικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: σχετικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
относителен, роднина, относителна, относителната, относително
Σχετικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχετικός

σχετικόσ υπερθετικόσ, σχετικός και απόλυτος υπερθετικός, σχετικός υπερθετικός βαθμός, σχετικός βαθμός ρευστότητας του ενεργητικού σε σχέση με το παθητικό, σχετικός λόγος πιθανοτήτων, σχετικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σχετικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • σχετίζομαι στα βουλγαρικά - принадлежаща, отнасят, се отнасят, свързани, отнася, са свързани
  • σχετικά στα βουλγαρικά - около, за, относно, към, по
  • σχηματίζω στα βουλγαρικά - мода, фигура, мухъл, плесен, форма, плесени, матрица
  • σχηματισμός στα βουλγαρικά - образование, формация, образуване, формиране, образуването, образуване на
Τυχαίες λέξεις
Σχετικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: относителен, роднина, относителна, относителната, относително