Σχετικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: σχετικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ættingi, miðað, ættingja, hlutfallsleg, hlutfallslegt
Σχετικός στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχετικός

σχετικόσ υπερθετικόσ, σχετικός και απόλυτος υπερθετικός, σχετικός υπερθετικός βαθμός, σχετικός βαθμός ρευστότητας του ενεργητικού σε σχέση με το παθητικό, σχετικός λόγος πιθανοτήτων, σχετικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σχετικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • σχετίζομαι στα ισλανδικά - tengjast, tengist, varða, tengja, að tengjast
  • σχετικά στα ισλανδικά - um, óður, About, óður í, um að
  • σχηματίζω στα ισλανδικά - mold, mygla, mót
  • σχηματισμός στα ισλανδικά - myndun, mótun, myndunin
Τυχαίες λέξεις
Σχετικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ættingi, miðað, ættingja, hlutfallsleg, hlutfallslegt