Σχετικός στα δανικά

Μετάφραση: σχετικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
relative, relativ, forhold, i forhold, relativt
Σχετικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχετικός

σχετικόσ υπερθετικόσ, σχετικός και απόλυτος υπερθετικός, σχετικός υπερθετικός βαθμός, σχετικός βαθμός ρευστότητας του ενεργητικού σε σχέση με το παθητικό, σχετικός λόγος πιθανοτήτων, σχετικός λεξικό γλώσσας δανικά, σχετικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σχετίζομαι στα δανικά - vedrører, relatere, relaterer, vedrøre, forholde
  • σχετικά στα δανικά - cirka, om, ca., omkring, vide om
  • σχηματίζω στα δανικά - mode, måde, form, facon, skimmel, mug, Skimmelsvamp, ...
  • σχηματισμός στα δανικά - dannelse, formation, dannelsen, formationen, dannes
Τυχαίες λέξεις
Σχετικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: relative, relativ, forhold, i forhold, relativt