Σχετικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: σχετικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доречність, родич
Σχετικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχετικός

σχετικόσ υπερθετικόσ, σχετικός και απόλυτος υπερθετικός, σχετικός υπερθετικός βαθμός, σχετικός βαθμός ρευστότητας του ενεργητικού σε σχέση με το παθητικό, σχετικός λόγος πιθανοτήτων, σχετικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σχετικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σχετίζομαι στα ουκρανικά - стосуватися, належте, ставитися, відноситися, ставитись, належати, відноситись
  • σχετικά στα ουκρανικά - відносна, порівняний, порівняльний, родич, про, щодо, о
  • σχηματίζω στα ουκρανικά - фасон, складатися, спосіб, модний, стиль, мода, форма, ...
  • σχηματισμός στα ουκρανικά - стрій, будуй, порядок, устрій, будову, створіння, формування, ...
Τυχαίες λέξεις
Σχετικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: доречність, родич