Σχετικός στα φινλανδικά
Μετάφραση: σχετικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
relevantti, suhteellinen, suhteellisen, suhteellista, suhteelliset, suhteellisessa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σχετικός
σχετικόσ υπερθετικόσ, σχετικός και απόλυτος υπερθετικός, σχετικός υπερθετικός βαθμός, σχετικός βαθμός ρευστότητας του ενεργητικού σε σχέση με το παθητικό, σχετικός λόγος πιθανοτήτων, σχετικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, σχετικός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- σχετίζομαι στα φινλανδικά - omata, kuulua, liittyvät, koskevat, koskea, liittyä, liittyy
- σχετικά στα φινλανδικά - verraten, suhteellisesti, suhteellisen, verrattain, noin, Tietoja, siitä, ...
- σχηματίζω στα φινλανδικά - muoto, muokata, muoti, muodostaa, kyhätä, hahmo, tapa, ...
- σχηματισμός στα φινλανδικά - muoto, muodostelma, muodostus, muodostumista, muodostelman
Τυχαίες λέξεις
Σχετικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: relevantti, suhteellinen, suhteellisen, suhteellista, suhteelliset, suhteellisessa
Μεταφράσεις: relevantti, suhteellinen, suhteellisen, suhteellista, suhteelliset, suhteellisessa