Σχετικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σχετικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parente, relativo, relativa, relação, em relação
Σχετικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχετικός

σχετικόσ υπερθετικόσ, σχετικός και απόλυτος υπερθετικός, σχετικός υπερθετικός βαθμός, σχετικός βαθμός ρευστότητας του ενεργητικού σε σχέση με το παθητικό, σχετικός λόγος πιθανοτήτων, σχετικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σχετικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σχετίζομαι στα πορτογαλικά - relacionar-se, relatar, referir, relacionar, relacionam
  • σχετικά στα πορτογαλικά - relativamente, parente, relativo, sobre, cerca de, cerca, sobre o, ...
  • σχηματίζω στα πορτογαλικά - modelar, forma, jeito, rasa, maneira, feitio, fascinante, ...
  • σχηματισμός στα πορτογαλικά - formação, formação de, a formação, de formação, a formação de
Τυχαίες λέξεις
Σχετικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: parente, relativo, relativa, relação, em relação