Υποβοηθώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: υποβοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поощрявам, Abet, Абет, в зависимост от обекта, подстрекаването на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποβοηθώ
υποβοηθώ συνώνυμα, υποβοηθώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υποβοηθώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- υποβαθμίζω στα βουλγαρικά - пропадане, нанадолен, нанадолнище, понижаване, понижение
- υποβοηθητικός στα βουλγαρικά - полезен, услужлив, полезно, полезна, полезни
- υποβολέας στα βουλγαρικά - подбудител, на подбудител, инициатор, подстрекател, подбудителят
- υπογράφω στα βουλγαρικά - знак, признак, знамение, белег
Τυχαίες λέξεις
Υποβοηθώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: поощрявам, Abet, Абет, в зависимост от обекта, подстрекаването на
Μεταφράσεις: поощрявам, Abet, Абет, в зависимост от обекта, подстрекаването на