Υποβοηθώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: υποβοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
abet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποβοηθώ
υποβοηθώ συνώνυμα, υποβοηθώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υποβοηθώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- υποβαθμίζω στα ισλανδικά - lækkunar, Lækkunin, Lækkunin tekur, niðurfæra, niðurfærslu
- υποβοηθητικός στα ισλανδικά - gagnlegt, hjálpsamur, gagnlegar, hjálplegt, gagni
- υποβολέας στα ισλανδικά - hvatamaður
- υπογράφω στα ισλανδικά - merki, skilti, tákn, merki um, innskrá
Τυχαίες λέξεις
Υποβοηθώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: abet
Μεταφράσεις: abet