Υποβοηθώ στα εσθονικά

Μετάφραση: υποβοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ässitama, Abistab, abet, kaasa aitamisel, sellele kaasa aitamisel
Υποβοηθώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποβοηθώ

υποβοηθώ συνώνυμα, υποβοηθώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, υποβοηθώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • υποβαθμίζω στα εσθονικά - kuluma, degradeerima, alaväärtustama, alandada, alandavad, alandamise, alandavad seda
  • υποβοηθητικός στα εσθονικά - kasulik, abivalmis, abiks, abi, kasulikuks
  • υποβολέας στα εσθονικά - kihutaja, algataja, algataja roll, algatajaks, algataja rolli
  • υπογράφω στα εσθονικά - viibe, märk, tähis, märgi, märki, märgiks
Τυχαίες λέξεις
Υποβοηθώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ässitama, Abistab, abet, kaasa aitamisel, sellele kaasa aitamisel