Υποβοηθώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: υποβοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kurstyti, kurstė, Būti netinkamai, Padėti nusikaltimą, Paskatinti
Υποβοηθώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποβοηθώ

υποβοηθώ συνώνυμα, υποβοηθώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, υποβοηθώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • υποβαθμίζω στα λιθουανικά - kritimo, downgrade, sumažina, smukimą, pareigų pažeminimo
  • υποβοηθητικός στα λιθουανικά - naudingas, naudinga, naudingi, naudingos
  • υποβολέας στα λιθουανικά - kurstytojas, kurstytojos vaidmenį darydama, iniciatorės vaidmuo, kurstytojos vaidmens
  • υπογράφω στα λιθουανικά - signalas, požymis, ženklas, Prisijungti, žymuo, prisijungimas
Τυχαίες λέξεις
Υποβοηθώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kurstyti, kurstė, Būti netinkamai, Padėti nusikaltimą, Paskatinti