Υποβοηθώ στα δανικά

Μετάφραση: υποβοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
medskyldig, ABET, medvirker, være medskyldig
Υποβοηθώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποβοηθώ

υποβοηθώ συνώνυμα, υποβοηθώ λεξικό γλώσσας δανικά, υποβοηθώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υποβαθμίζω στα δανικά - nedgradering, nedjustering, nedjusteringen, downgrade, nedgradere
  • υποβοηθητικός στα δανικά - hjælpsomme, hjælpsom, nyttige, nyttigt, nyttig
  • υποβολέας στα δανικά - initiativtager, anstifter, tilskyndede, tilskyndet, initiativtager til
  • υπογράφω στα δανικά - bevis, symbol, underskrive, skilt, vink, tegn, signal, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποβοηθώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: medskyldig, ABET, medvirker, være medskyldig