Δυσκαμψία στα γαλλικά
Μετάφραση: δυσκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rigidité, raideur, inflexibilité, manque de souplesse, la rigidité, l'inflexibilité
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσκαμψία
δυσκαμψία στον αυχένα, δυσκαμψία δακτύλων, δυσκαμψία του αυχένα, δυσκαμψία υποστυλώματοσ, δυσκαμψία προβόλου, δυσκαμψία λεξικό γλώσσας γαλλικά, δυσκαμψία στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- δυσεπίλυτος στα γαλλικά - compliqué, ardu, noueux, épineux, inextricable, problématique, entortillé, ...
- δυσκίνητος στα γαλλικά - fainéant, apathique, paresseux, lent, lourd, encombrant, lourde, ...
- δυσκολία στα γαλλικά - hic, embarras, obstacle, souci, difficulté, inconvénient, empêchement, ...
- δυσκολοχώνευτος στα γαλλικά - dyskolochoneftos
Τυχαίες λέξεις
Δυσκαμψία στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: rigidité, raideur, inflexibilité, manque de souplesse, la rigidité, l'inflexibilité
Μεταφράσεις: rigidité, raideur, inflexibilité, manque de souplesse, la rigidité, l'inflexibilité