Δυσκαμψία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δυσκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inflexibilidade, rigidez, a inflexibilidade, falta de flexibilidade, inflexibility
Δυσκαμψία στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσκαμψία

δυσκαμψία στον αυχένα, δυσκαμψία δακτύλων, δυσκαμψία του αυχένα, δυσκαμψία υποστυλώματοσ, δυσκαμψία προβόλου, δυσκαμψία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δυσκαμψία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δυσεπίλυτος στα πορτογαλικά - intratável, intratáveis, insolúvel, refratária, intractable
  • δυσκίνητος στα πορτογαλικά - pesado, incómodo, complicado, incômodo, complicada
  • δυσκολία στα πορτογαλικά - dificuldade, difícil, dificuldades, dificuldade em, dificuldade de, dificuldade para
  • δυσκολοχώνευτος στα πορτογαλικά - dyskolochoneftos
Τυχαίες λέξεις
Δυσκαμψία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inflexibilidade, rigidez, a inflexibilidade, falta de flexibilidade, inflexibility