Δυσκαμψία στα ισλανδικά

Μετάφραση: δυσκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ósveigjanleika, Ósveigjanleiki af þessu tagi, Ósveigjanleiki, Ósveigjanleiki af þessu, Ósveigjanleiki af
Δυσκαμψία στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσκαμψία

δυσκαμψία στον αυχένα, δυσκαμψία δακτύλων, δυσκαμψία του αυχένα, δυσκαμψία υποστυλώματοσ, δυσκαμψία προβόλου, δυσκαμψία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δυσκαμψία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δυσεπίλυτος στα ισλανδικά - óleysanleg, óstöðvandi
  • δυσκίνητος στα ισλανδικά - fyrirferðarmikill, vöfum, þunglamalegt, þunglamaleg, óþjál
  • δυσκολία στα ισλανδικά - erfiðleiki, vandræði, fyrirhöfn, erfiðleikar, erfitt, erfiðleikar við, erfiðleikum, ...
  • δυσκολοχώνευτος στα ισλανδικά - dyskolochoneftos
Τυχαίες λέξεις
Δυσκαμψία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ósveigjanleika, Ósveigjanleiki af þessu tagi, Ósveigjanleiki, Ósveigjanleiki af þessu, Ósveigjanleiki af