Δυσκαμψία στα τσεχικά
Μετάφραση: δυσκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strnulost, tuhost, neohebnost, nepružnost, nepružnosti, neflexibilita
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσκαμψία
δυσκαμψία στον αυχένα, δυσκαμψία δακτύλων, δυσκαμψία του αυχένα, δυσκαμψία υποστυλώματοσ, δυσκαμψία προβόλου, δυσκαμψία λεξικό γλώσσας τσεχικά, δυσκαμψία στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- δυσεπίλυτος στα τσεχικά - nesnadný, složitý, uzlovitý, zamotaný, sukovitý, problematický, nepoddajný, ...
- δυσκίνητος στα τσεχικά - pomalý, netečný, lenivý, loudavý, líný, těžkopádný, těžkopádné, ...
- δυσκολία στα τσεχικά - potíž, trampota, nesnáz, obtíž, těžkost, překážka, nesnadnost, ...
- δυσκολοχώνευτος στα τσεχικά - nestravitelný, dyskolochoneftos
Τυχαίες λέξεις
Δυσκαμψία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: strnulost, tuhost, neohebnost, nepružnost, nepružnosti, neflexibilita
Μεταφράσεις: strnulost, tuhost, neohebnost, nepružnost, nepružnosti, neflexibilita