Δυσκαμψία στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δυσκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нягнуткая, нягнуткасць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσκαμψία
δυσκαμψία στον αυχένα, δυσκαμψία δακτύλων, δυσκαμψία του αυχένα, δυσκαμψία υποστυλώματοσ, δυσκαμψία προβόλου, δυσκαμψία λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δυσκαμψία στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δυσεπίλυτος στα λευκορωσικά - падатнасць, непадатным, непадаткія, непадатлівым, непадатлівую
- δυσκίνητος στα λευκορωσικά - грувасткі, грувасткую, масіўна, аграмадны, грувасткая
- δυσκολία στα λευκορωσικά - цяжкасць, цяжкасьць, складанасць
- δυσκολοχώνευτος στα λευκορωσικά - dyskolochoneftos
Τυχαίες λέξεις
Δυσκαμψία στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: нягнуткая, нягнуткасць
Μεταφράσεις: нягнуткая, нягнуткасць