Δυσκαμψία στα ολλανδικά
Μετάφραση: δυσκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbuigzaamheid, onbuigbaarheid, inflexibiliteit, starheid, gebrek aan flexibiliteit
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσκαμψία
δυσκαμψία στον αυχένα, δυσκαμψία δακτύλων, δυσκαμψία του αυχένα, δυσκαμψία υποστυλώματοσ, δυσκαμψία προβόλου, δυσκαμψία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δυσκαμψία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δυσεπίλυτος στα ολλανδικά - ingewikkeld, verward, onhandelbaar, hardnekkige, hardnekkig, onhandelbare, onbehandelbare
- δυσκίνητος στα ολλανδικά - hinderlijk, lastig, log, omslachtig, omslachtige
- δυσκολία στα ολλανδικά - strubbeling, moeilijkheid, bezwaar, Moeilijkheidsgraad, moeilijkheden, moeite, moeilijk
- δυσκολοχώνευτος στα ολλανδικά - dyskolochoneftos
Τυχαίες λέξεις
Δυσκαμψία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onbuigzaamheid, onbuigbaarheid, inflexibiliteit, starheid, gebrek aan flexibiliteit
Μεταφράσεις: onbuigzaamheid, onbuigbaarheid, inflexibiliteit, starheid, gebrek aan flexibiliteit