Μπιζέλι στα γαλλικά
Μετάφραση: μπιζέλι, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pois, de pois, pea, petit pois, le pois
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπιζέλι
μπιζέλι φυτό, μπιζέλι και εγκυμοσύνη, μπιζέλι γιαχνί, μπιζέλι καλλιέργεια, μπιζέλι θερμίδες, μπιζέλι λεξικό γλώσσας γαλλικά, μπιζέλι στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- μπετόν στα γαλλικά - bétonner, précis, béton, concret, concrète, en béton, Concrete
- μπηχτή στα γαλλικά - pointer, piqûre, enfoncer, planter, piquer, bichti
- μπικουτί στα γαλλικά - roulettes, vague, rouleau, cylindre, bigoudi, curler, curleur, ...
- μπισκότο στα γαλλικά - biscuit, sablé, biscotte, biscuits, biscuiterie, de biscuit
Τυχαίες λέξεις
Μπιζέλι στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: pois, de pois, pea, petit pois, le pois
Μεταφράσεις: pois, de pois, pea, petit pois, le pois