Μπιζέλι στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: μπιζέλι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грашок, зрно грашок, месени, зрно
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπιζέλι
μπιζέλι φυτό, μπιζέλι και εγκυμοσύνη, μπιζέλι γιαχνί, μπιζέλι καλλιέργεια, μπιζέλι θερμίδες, μπιζέλι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μπιζέλι στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- μπετόν στα σλαβομακεδονικά - бетонски, бетон, Конкретни, Конкретна, на бетон
- μπηχτή στα σλαβομακεδονικά - bichti
- μπικουτί στα σλαβομακεδονικά - curler
- μπισκότο στα σλαβομακεδονικά - бисквит, бисквити, кекс, бисквита
Τυχαίες λέξεις
Μπιζέλι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: грашок, зрно грашок, месени, зрно
Μεταφράσεις: грашок, зрно грашок, месени, зрно