Μπιζέλι στα εσθονικά

Μετάφραση: μπιζέλι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hernes, seahernes, herne, herne suhtes, herne-, herned
Μπιζέλι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπιζέλι

μπιζέλι φυτό, μπιζέλι και εγκυμοσύνη, μπιζέλι γιαχνί, μπιζέλι καλλιέργεια, μπιζέλι θερμίδες, μπιζέλι λεξικό γλώσσας εσθονικά, μπιζέλι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • μπετόν στα εσθονικά - betoon, konkreetne, tajutav, Betooniseadmete, Betoontooted, Betooni
  • μπηχτή στα εσθονικά - torge, lööma, bichti
  • μπικουτί στα εσθονικά - lokirull, curler, koolutaja
  • μπισκότο στα εσθονικά - biskviitkook, välikokk, biskviit, biscuit, küpsisest, küpsis, taimepargist
Τυχαίες λέξεις
Μπιζέλι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: hernes, seahernes, herne, herne suhtes, herne-, herned