Μπιζέλι στα σουηδικά
Μετάφραση: μπιζέλι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ärta, ärter, pea, ärt, ärta och
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπιζέλι
μπιζέλι φυτό, μπιζέλι και εγκυμοσύνη, μπιζέλι γιαχνί, μπιζέλι καλλιέργεια, μπιζέλι θερμίδες, μπιζέλι λεξικό γλώσσας σουηδικά, μπιζέλι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μπετόν στα σουηδικά - konkret, betong, Betong, Concrete, Cement
- μπηχτή στα σουηδικά - bichti
- μπικουτί στα σουηδικά - vals, vält, papiljott, locktång, curler, curlingspelare, locktången
- μπισκότο στα σουηδικά - kex, kaka, kexet, biscuit, kakor
Τυχαίες λέξεις
Μπιζέλι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ärta, ärter, pea, ärt, ärta och
Μεταφράσεις: ärta, ärter, pea, ärt, ärta och