Μπιζέλι στα ουγγρικά
Μετάφραση: μπιζέλι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
borsószem, borsó, a borsó, zöldborsó, pea, borsót
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπιζέλι
μπιζέλι φυτό, μπιζέλι και εγκυμοσύνη, μπιζέλι γιαχνί, μπιζέλι καλλιέργεια, μπιζέλι θερμίδες, μπιζέλι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μπιζέλι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μπετόν στα ουγγρικά - beton, konkrét, Concrete, Betonszerkezetű, a konkrét
- μπηχτή στα ουγγρικά - bichti
- μπικουτί στα ουγγρικά - nyújtó-munkás, parthullám, úthenger, kanárifajta, kalander, forgócsap, mángorló, ...
- μπισκότο στα ουγγρικά - kétszersült, keksz, süteményt, kekszet, sütemény
Τυχαίες λέξεις
Μπιζέλι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: borsószem, borsó, a borsó, zöldborsó, pea, borsót
Μεταφράσεις: borsószem, borsó, a borsó, zöldborsó, pea, borsót