Μπιζέλι στα πολωνικά
Μετάφραση: μπιζέλι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
groszek, groch, pea, grochu, groszku
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπιζέλι
μπιζέλι φυτό, μπιζέλι και εγκυμοσύνη, μπιζέλι γιαχνί, μπιζέλι καλλιέργεια, μπιζέλι θερμίδες, μπιζέλι λεξικό γλώσσας πολωνικά, μπιζέλι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- μπετόν στα πολωνικά - betonowy, specyficzny, beton, konkretny, konkret, betonu, Concrete
- μπηχτή στα πολωνικά - szturchnięcie, ukłuć, dźgać, szczepionka, szturchać, dźgnięcie, bichti
- μπικουτί στα πολωνικά - roleta, walec, walcownik, wałek, fala, lokówki, curler, ...
- μπισκότο στα πολωνικά - ciasteczko, suchar, biskwit, sucharek, herbatnik, ciastko, herbatniki, ...
Τυχαίες λέξεις
Μπιζέλι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: groszek, groch, pea, grochu, groszku
Μεταφράσεις: groszek, groch, pea, grochu, groszku