Σπιτικό στα γαλλικά
Μετάφραση: σπιτικό, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maisonnée, ménage, foyer, ménager, maison, famille, fait à la maison, fait maison, faits maison, faite maison
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιτικό
σπιτικό έδεσμα, σπιτικό θέρμη, σπιτικο φυστικοβούτυρο, σπιτικό παγωτό βανίλια, σπιτικό πατησίων, σπιτικό λεξικό γλώσσας γαλλικά, σπιτικό στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- σπιρούνι στα γαλλικά - aiguillon, aiguillonner, éperon, éperonner, encouragement, hâter, stimulant, ...
- σπιρτόζος στα γαλλικά - astucieux, spirituel, fin, plein d'esprit, spirituelle, esprit, d'esprit
- σπλήνα στα γαλλικά - dépit, cafard, rate, hargne, la rate, de la rate, spleen, ...
- σπογγώδης στα γαλλικά - poreux, spongieux, fongueux, spongieuse, spongieuses, éponge
Τυχαίες λέξεις
Σπιτικό στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: maisonnée, ménage, foyer, ménager, maison, famille, fait à la maison, fait maison, faits maison, faite maison
Μεταφράσεις: maisonnée, ménage, foyer, ménager, maison, famille, fait à la maison, fait maison, faits maison, faite maison