Σπιτικό στα δανικά
Μετάφραση: σπιτικό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
husstand, familie, hjemmelavet, hjemmelavede, hjemmebagt, hjemmebagte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιτικό
σπιτικό έδεσμα, σπιτικό θέρμη, σπιτικο φυστικοβούτυρο, σπιτικό παγωτό βανίλια, σπιτικό πατησίων, σπιτικό λεξικό γλώσσας δανικά, σπιτικό στα δανικά
Μεταφράσεις
- σπιρούνι στα δανικά - spur, anspore, ansporing, spore, cylindriske
- σπιρτόζος στα δανικά - vittig, vittige, vittigt
- σπλήνα στα δανικά - milt, milten
- σπογγώδης στα δανικά - svampet, svampede, svampeagtige, svampeagtigt, svampeagtig
Τυχαίες λέξεις
Σπιτικό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: husstand, familie, hjemmelavet, hjemmelavede, hjemmebagt, hjemmebagte
Μεταφράσεις: husstand, familie, hjemmelavet, hjemmelavede, hjemmebagt, hjemmebagte